- πεντάφωτος
- η , ο [ος , ον ] с пятью лампочками (о люстре и т. д.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάφωτος — η, ο / πεντάφωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πέντε φώτα, δηλ. πέντε λαμπτήρες ή λυχνίες μσν. μτφ. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που φωτίζεται από πέντε πηγές, που παίρνει πληροφορίες από πέντε πηγές, δηλαδή από τις πέντε αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πεντάφωτος — η, ο αυτός που έχει πέντε φώτα, λάμπες: Πεντάφωτη λυχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek